ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ*

 

Giancarlo Germanà, Η Καμαρίνα και το Μουσείο της.

 

Το Περιφερειακό Αρχαιολογικό Μουσείο της Καμαρίνας βρίσκεται στο νομό της Ραγκούζα (Ragusa) και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Σικελίας. Το κτήριο που στεγάζεται το Μουσείο αποτελεί τμήμα μίας αγροικίας που κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, στο χώρο που κατά την αρχαιότητα καταλάμβανε το ιερό της Αθηνάς. Το τελευταίο έφερε στο φως ο Paolo Orsi. Στις μέρες μας είναι ακόμα ορατό ένα τμήμα του νοτίου τοίχου του σηκού και το άδυτο του ναού.

Η πρώτη αίθουσα φιλοξενεί τις συλλογές ενάλιας αρχαιολογίας. Τα αρχαιότερα ευρήματα που εκτίθεται σε αυτή την αίθουσα ανήκουν στο ναυάγιο που εντοπίστηκε στη θέση Punta Braccetto και χρονολογείται στο 6ο αιώνα π. X.. Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται τα βάρη-δείγματα που προέρχονται από το θαλάσσιο χώρο μπροστά από την ακροπολη της αρχαίας πόλης της Καμαρίνας, και δύο χάλκινα ειδώλια: το ένα (3ος-2ος αιώνας. π. Χ.) απεικονίζει τον Αρποκράτη ενώ το δεύτερο (1ος αιώνας μ. Χ.), την Αφροδίτη. Από το βυζαντινό λιμάνι της Καυκάνας προέρχεται μια γυναικεία κεφαλή από λευκό μάρμαρο της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου, και μία αργυρή φιάλη με βυζαντινή επιγραφή. Η έκθεση της αίθουσας ολοκληρώνεται με το τμήμα μίας γαλέρας μεσαιωνικής εποχής. Στη συνέχεια της πρώτης αίθουσας βρίσκεται ο χώρος έκθεσης των αμφορέων, ο οποίος διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα. Στον πρώτο όροφο εκτίθενται ευρήματα αρχαϊκής εποχής από τη νεκρόπολιν του Rifriscolaro, ενώ στον δεύτερο εκείνα της νεκρόπολεως του Passo Marinaro. Αυτοί οι αμφορείς, αφού αρχικά χρησίμευσαν για τη μεταφορά κρασιού και λαδιού, χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν στους εγχυτρισμούς. Η έκθεσις των αμφορέων συμπληρώνεται από αγγεία της ύστερης ρωμαϊκής εποχής από την Καυκάνα. Στις επόμενες αίθουσες εκτίθενται προϊστορικά ευρήματατα (παλαιοντολογικά και εποχής του χαλκού), αρχαϊκή κεραμική από την Καμαρίνα και λατρευτικά αντικείμενα της πόλεως. Τη σημαντικότερη κατηγορία ευρημάτων αποτελούν τα πήλινα ειδώλια που έφερε στο φως ο Paolo Orsi το 1896, προερχόμενα από χώρο που φαίνεται πως σχετιζόταν με τη λατρεία της Περσεφόνης. Στη δυτικήν αίθουσα εκτίθενται αντικείμενα της κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, ενώ σε μία από τις προθήκες βρίσκονται τα μολύβδινα φύλλα από τα θεμέλια του Αθηναίου. Την εκθεσιν ολοκληρώνουν αντικείμενα από την ενδοχώρα της Καμαρίνας και από τις νεκροπόλεις της κλασσικής και ελληνιστικής εποχής. Επίσης, βρίσκεται σε στάδιο προγραμματισμού η επέκτασις των χώρων του Μουσείου, που θα επιτρέψει την ακριβέστερη έκθεσιν του αρχαιολογικού υλικού και εμβάθυνση στις αρχαιολογικές φάσεις της Καμαρίνας και της ευρύτερης περιοχής της. Σχετικά με τις μελλοντικές δραστηριότητες του Μουσείου, ο διευθυντής, ο κ. Lorenzo Guzzardi, διευκρινίζει ότι θα ενισχυθούν οι δραστηριότητες και η έρευνα με επίκεντρο το νότιο και ανατολικό τμήμα της Σικελίας.

 

 

Valerio Amata, Αιγαιακές και Μυκηναϊκές Μαρτυρίες στην φάσιν του Castelluccio.

 

Τα Αιγαιακά-Μυκηναϊκά ευρήματα στη Σικελία, που χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, παρουσιάζουν ποσοτικές, κυρίως, διαφορές (μεταξύ των διαφόρων περιοχών της νήσου). Στη νοτιοδυτική ζώνη του νησιού, στην τοποθεσία Monte Grande, της επαρχίας του Ακράγαντος, αποκαλύφθηκαν μεγάλα αγγεία αιγαιακών και κυπριακών τύπων προορισμένα για εμπόριο ή οικιστική χρήση, που χρονολογούνται στη Μεση Ελλαδική περίοδο. Επίσης βρέθηκε αιγαιακή ή αιγαιακού τύπου κεραμική, της Ύστερης Ελλαδικής Ι-ΙΙ. Αξιοσημείωτου ενδιαφέροντος είναι επίσης τα πήλινα ειδώλια που απεικονίζουν οικία ή ναΐσκο, με μινωικά και κυπριακά παράλληλα· από αυτά ομοιότητες με το Μινωικό κόσμο παρουσιάζουν μία ταλισμανική πέτρα από αχάτη, διακοσμημένη με σπείρα και μαίανδρο, και ένα μικρό πήλινο κεφάλι, που σχεδόν βέβαια ανήκει σε θεότητα. Μεταξύ των άλλων αντικειμένων αιγαιακής έμπνευσης ξεχωρίζουν ένα πήλινο ομοίωμα ναΐσκου και ένα πήλινο ειδώλιο ταύρου, που ανακαλύθηκαν στον αποθέτη του νεκροταφείου στο Ciavolaro, στη περιοχή της Ribera. Πρόσφατες έρευνες στην τοποθεσία Marcatazzo, στις πλαγιές του Monte Grande, απέδειξαν την ύπαρξη των ορθογώνιων δομών μεγάλων διαστάσεων, διαιρεμένων στο εσωτερικό σε δύο μέρη. Η δομή αυτή μας επέτρεψε να υποθέσουμε ότι το πρότυπο προέρχεται από την αιγαιακή αρχιτεκτονική παράδοση. Αυτά τα ευρήματα θεωρούνται με αρκετή βεβαιότητα μάρτυρες άμεσων επαφών της Σικελίας με τον αιγαιακό-μυκηναϊκό χώρο. Οι επαφές αυτές υπαγορεύθηκαν πιθανόν από την ανεπάρκεια πρώτων υλών, που ώθησε τους Μυκηναίους σε αναζήτηση μετάλλων στη Δύση. Όσον αφορά την ανατολική Σικελία, οι ενδείξεις επαφών με τον αιγαιακό-μυκηναϊκό χώρο είναι λιγότερες σε σχέση με αυτές του Ακράγαντος. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο περιορισμένος αριθμός αντικείμενων στο ανατολικό τμήμα του νησιού δεν είναι αποτέλεσμα άμεσων επαφών με τον Αιγαιακό-Μυκηναϊκό κόσμο, αλλά ότι πρόκειται πιθανώς για αντικειμένα που έφτασαν σε αυτές τις περιοχές έμμεσα, διαμέσου των Αιολικών νήσων. Τέλος, μπορεί να υποτεθεί ότι η απουσία ενδιαφέροντος των «εμπόρων» του Αιγαίου για την ανατολική Σικελία καθορίστηκε είτε από την απουσία ιδιαίτερων φυσικών πόρων, είτε από τη γεωγραφική θέσιν, που δεν εξυπηρετούσε την πορεία για το βόρειο τμήμα του Τυρρηνικού πελάγους προς τη Δύση.

 

 

Giuseppe Terranova, Ταφική Αρχιτεκτονική της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στην περιοχή των Υβλαιων: δυο υποθέσεις έρευνας.

 

Στην παρούσα μελέτη τυπολογίας της ταφικής αρχιτεκτονικής της Σικελίας κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία, η προσοχή εστιάζεται στον πιο ελκυστικό και αντιπροσωπευτικό τύπο τάφου. Πρόκειται για τον τάφο με μορφή θαλάμου (a grotticella”), του οποίου η εξέχουσα όψη στη νεκρόπολη τονίστηκε σκόπιμα και απέκτησε μνημειακότητα με τη βοήθεια μιας σειράς παραστάδων ή με τη χρήση πραγματικών στυλοβατών. Έγινε προσπάθεια να τονιστούν συγκεκριμένες πολιτισμικές πτυχές του Castelluccio και να προσδιοριστεί το κοινωνικό και θρησκευτικό πλαίσιο που εκφράζουν. Σχετικά με τα πρότυπα, που έχουν προταθεί στο παρελθόν, πρέπει να σημειωθεί ότι αμφισβητούνται πλέον οι συγκρίσεις με τα μεγαλιθικά και υπόγεια ταφικά μνημεία της Σαρδηνίας. Πιθανότερες εμφανίζονται οι ομοιότητες με μνημεία της Μάλτας, ωστόσο δεν υπάρχει απόλυτη χρονολογική σύμπτωση.

 

 

Giovanni Perrotta, Εισαγωγικές σημειώσεις για τη δημιουργία της αρχαιολογικής χάρτας της περιοχής που περιλαμβάνεται στο χάρτη I.G.M. “Belvedere”.

 

Το αντικείμενο έρευνας της παρούσας εργασίας περιλαμβάνει την πινακίδα IGM: F. 274. II NO (Belvedere). Το πλήθος των ποταμών και των φυσικών λιμανιών της περιοχής βοήθησε στη σημαντική της ανάπτυξη. Αυτή μαρτυρείται από τις πολυάριθμες και σημαντικές θέσεις που έχουν εντοπιστεί· αν και ένα κομμάτι της έχει ερευνηθεί με επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, το μεγαλύτερο μέρος της, που είναι επίσης πλούσιο σε αρχαιολογικά κατάλοιπα, μένει ανεξερεύνητο. Αυτή η πρώτη φάσις της έρευνας είχε ως στόχο τη συγκέντρωσιν του δημοσιευμένου υλικού, προκειμένου να ακολουθήσει η οργάνωση ενός σχεδίου αναγνώρισεως, οδήγησε στη σύνταξη μίας προκαταρκτικής αρχαιολογικής χάρτας που περιλαμβάνει τις μέχρι σήμερα ανακαλύψεις στην περιοχή που εξετάζουμε. Πρόκειται να ακολουθήσει συστηματική επιφανειακή έρευνα. Προετοιμάζεται, επίσης, ένας πίνακας που θα αναφέρει το είδος ευρήματος στις διάφορες θέσεις (νεκροταφείον, περιοχές με συγκεντρώσεις κεραμικής, λίθινες κατασκευές), το όνομα της θέσεως, τον Δήμον στον οποίο ανήκει και την περιγραφή της θέσεως, όπως αυτά παραδίδονται από αυτόν που την εντόπισε ή την ανέσκαψε, καθώς και τη σχετική βιβλιογραφία. Το άρθρο υποδιαιρείται σε τρία μέρη: τη γεωμορφολογία του εδάφους, που παρουσιάζει την ιδιαίτερη μορφολογία της περιοχής, τον αρχαιολογικό χάρτη, με τα σχέδια των θέσεων, και σημειώσεις για το αρχαίο οδικό δίκτυο, με την ένδειξιν των τριών κύριων οδικών αξόνων (via Pompeia, via Selinuntina και via Helorina), που συνέδεαν τις Συρακούσες με την υπόλοιπη Σικελία. Το χρονικό διάστημα που καλύπτεται εκτείνεται από την προϊστορική μέχρι την αρχή της μεσαιωνικής εποχής, με εξαίρεση τις σκαμμένες στο βράχο υστερο-μεσαιωνικές εκκλησίες, οι οποίες, καθώς συνιστούν χαρακτηριστικό αρχαιολογικό στοιχείο της συγκεκριμένης περιοχής, θα αποτελέσουν συμπληρωματικό μέρος της έρευνας. Ο «ελληνοκεντρισμός» που χαρακτηρίζει τις σικελικές αρχαιολογικές μελέτες δεν επέτρεψε μία ακριβή και εις βάθος έρευνα της Ρωμαϊκής περιόδου.

 

 

 

Maria Giulia Morgano, Το Torracchio του Curcuraggi κοντά στο Melilli (Συρακουσών).

 

Το Torracchio di Curcuraggi είναι ένα λόφος στις όχθες του ποταμού Marcellino. Μόλις τη δεκαετία του 1960 ερευνήθηκαν ανασκαφικά οι πολυάριθμες ταφές στους βραχώδεις σχηματισμούς που πλαισιώνουν τους ποταμούς Marcellino και Belluzza. Οι τάφοι που εντοπίζονται στη θέσιν Pantalone di sotto χρονολογούνται στην πρώιμη Χαλκοκρατία (facies Castelluccio), ενώ οι τάφοι στις θέσεις Fossa, Torracchio, Pantalone di sopra και Pantalone di sotto, στους Πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους. Ορισμένοι τάφοι της Πρώιμης Χαλκοκρατίας επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά τους πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κτερίσματα των ταφών που εκτός από κεραμική τοπικής παραγωγής, περιλαμβάνουν ελληνικές εισαγωγές, από τις πρωιμότερες στη Σικελία, όπως σκύφοι chevrons (πρώτο μισό του 8ου αιώνος π. Χ.) και με “a semicerchi penduli” (δεύτερο μισό του 8ου αιώνος π. Χ.). Η αξιόλογη αρχαιολογική τεκμηρίωσις από το νεκροταφείο των πρώιμων Ιστορικών Χρόνων δε συνοδεύεται από την εύρεσιν ανάλογων αρχιτεκτονικών καταλοίπων μίας εγκαταστάσεως σύγχρονης του νεκροταφείου. Βάσει είτε των τοπογραφικών χαρακτηριστικών του ακρωτηρίου, είτε των αρχαιολογικών ενδείξεων στην εξεταζόμενη περιοχή, ο βράχος που αποτελεί το Torracchio di Curcuraggi οδηγεί στην υπόθεσιν τοποθέτησης ακριβώς στην κορυφή της, του οικισμού του 8ου αιώνος π. Χ. Τα φυσικά πλεονεκτήματα της θέσεως, τόσο τα αμυντικά όσο και η απρόσκοπτη πρόσβαση σε νερό λόγω του παρακείμενου ποταμού, κατέστησαν το λόφο του Torracchio ιδανικό για εγκατάσταση. Η αναγνώρισις της θέσεως επιβεβαιώθηκε από την παρουσία μεγάλης ποσότητος οστράκων στην επιφάνεια του εδάφους, των οποίων η χρονολόγησις συμφωνεί με εκείνη που έχει ήδη αποδοθεί στα κτερίσματα των τάφων του νεκροταφείου των Πρώιμων Ιστορικών Χρόνων. Προκειμένου να εξακριβωθεί η ταύτισις του Torracchio di Curcuraggi ως έδρας του Πρώιμου Ιστορικού οικισμού, θα ήταν φυσικά απαραίτητη μια έρευνα που δε θα είναι αποκλειστικά επιφανειακή και που θα εκτείνεται στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Marcellino, ώστε να γίνει κατανοητή εις βάθος η δυναμική της οργάνωσης των οικισμών στην ανατολική Σικελία, που αποκτά περαιτέρω σημασία εάν συσχετισθεί με τις θεωρίες που συνδέονται με τα Μέγαρα Υβλαία.

 

 

Paolo Daniele Scirpo, Περί λατρείων στις αρχαϊκές υπο-αποικίες των Συρακουσών.

 

Η ανολοκλήρωτη ακόμα εξέτασις, ελλείψει πρόσφατων ανασκαφών, της λατρείας στις υπο-αποικίες των Συρακουσών έχει αναδείξει ένα ενδιαφέρον και ουσιαστικό στοιχείον: την παρουσία, σε όλες σχεδόν, λατρείας που μέσω της (κοινής) μητρόπολεως συνδέεται με την Κόρινθο. Οι Συρακούσες μετέδωσαν στις αρχαϊκές υπο-αποικίες τους ορισμένες από τις κύριες λατρείες που τους είχε κληροδοτήσει η Κόρινθος: του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και της Δήμητρας και Κόρης. Αυτή η τελευταία λατρεία, μαζί με εκείνη της Αθηνάς, που ήταν κοινή στον δωρικόν κόσμον, υποστηρίχθηκε από τη δυναστεία των τυράννων Δεινομενιδών, στο πρωτότυπο λατρείας με χθόνιο χαρακτήρα. Η λατρεία του Διός αντιθέτως, που ήταν επίσης παρούσα στις Συρακούσες, δεν τεκμηριώνεται στις υπο-αποικίες της πόλεως. Μερικές παρατηρήσεις ωστόσο είναι απαραίτητες: η ύπαρξη στενών δεσμών μεταξύ των Συρακουσών και των άλλων κορινθιακών αποικιών στην Ήπειρο και την Αιτωλία (Αμβρακία, Οινιάδες) και τους Λοκρούς Επιζεφυρίους τεκμηριώνεται από τη συνύπαρξη λατρειών της Κορίνθου και της Λοκρίδος, που ακολούθως υιοθετούνται από τις σικελικές υπο-αποικίες. Το θρησκευτικό πλαίσιο συγκροτείται από λατρείες που προέρχονται από το Ολύμπιον Πάνθεον και από ένα μικρότερον αλλά ποικίλο σύνολον ήσσονων θεοτήτων (νύμφες, ποταμοί, κ.λπ.). Νέες ανασκαφές στους εκτεταμένους χώρους κατοικήσεως, που ακόμα δεν έχουν ερευνηθεί, καθώς και στην ενδοχώρα θα αποσαφήσουν τη σύνθετη δομή του πανθέου των μικρών αυτών θυλάκων Ελληνισμού που μεταφυτεύθηκε στη Σικελική γη.

 

 

Stefania Germenia & Daniela Leggio, Οι Θεές της γης: Δήμητρα και Κόρη.

 

Στα ιερά που ήταν αφιερωμένα στη Δήμητρα και την Κόρη, οι τελετουργίες προς τις θεές τελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες, που συγκεντρώνονταν σε απομονωμένα κτήρια. Εκτελούσαν τα λατρευτικά τους καθήκοντα με θυσίες μικρών ζώων, τελετουργικά γεύματα και υπόγεια απόθεση μέρους του γεύματος και των αναθημάτων. Χαρακτηριστικά αναθήματα με σαφή αναφορά στις νυκτερινές τελετουργίες προς τιμήν των δύο θεοτήτων, είναι οι φανοί, τα χοιρίδια και οι κάλαθοι προσφορών ή ένας δίσκος με καρπούς και προϊόντα από το φούρνο. Τα αντικείμενα λατρείας που προσκομίζονται από τις γυναίκες και εκπροσωπούνται είτε στην κεραμική παραγωγή (αττική και σικελική) είτε στα πήλινα ειδώλια που συχνά βρίσκονται σε σημαντικούς αριθμούς στους αναθηματικούς αποθέτες που συνδέονται με τη λατρεία της Δήμητρας. Στη θέση Έλωρος, η λατρεία των δύο θεοτήτων φαίνεται πως είχε πολύ μεγάλη δημοτικότητα, τέτοια ώστε να συνυπάρχουν, καθόλον τον 4ο αιώνα π. Χ., δύο χώροι λατρείας της Δήμητρας. Ειδικότερα, όπως συμπεραίνεται από τα αναθήματα και των δύο, με τη μορφή θεσμοφορίων. Ο Ελώρος επομένως, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στη διάδοση της λατρείας της Δήμητρας στη Σικελία, τουλάχιστον για το ανατολικό τμήμα της νήσου, χωρίς να επισκιάζεται από τη μεγάλη του εγγύτητα σε άλλες θέσεις λατρείας των δύο θεοτήτων, όπως το ιερό στην Piazza della Vittoria, στις Συρακούσες.

 

 

Angelo Mondo, Οι αττικές εισαγωγές στα μη ελληνικά κέντρα της Δυτικής Σικελίας.

 

Η παρούσα μελέτη επιθυμεί να προσφέρει μια πληρέστερη εικόνα σχετικά με τις εισαγωγές αττικών αγγείων στα μη ελληνικά κέντρα της δυτικής Σικελίας (δηλαδή των ελύμων-φοινικικών περιοχών), που στους καταλόγους του Beazley σημειώνονται μόνο από επτά ενότητες, που ανήλθαν σε 278 κατά το παρόν στάδιο της έρευνας. Η μελέτη ξεκινά από το ρόλο που διαδραματίζει ο τομέας Ελληνικής Αρχαιολογίας και Ιστορίας Τέχνης και το Κεραμογραφικόν Αρχείον του Πανεπιστημίου της Κατάνης, αμφότερα υπό τη διεύθυνση του καθ. Filippo Giudice, σε συνάρτηση με τη νέα ώθηση της μελέτης του ιστορικού-εμπορικού φαινομένου της αττικής κεραμικής με εικονογραφικό διάκοσμο. Υπογραμμίζεται, στη συνέχεια, η σημασία που αποδόθηκε στα τοπικά κέντρα (παραγωγής κεραμικής) αναφορικά με την πιθανή παρουσία σε αυτά αγγειογράφων/ομάδων αγγειογράφων που η δράσις τους δεν έχει εξακριβωθεί (τουλάχιστον όχι ακόμα), στις αντίστοιχες παράκτιες αποικίες. Στην περίπτωσή μας είναι ο Σελινούς, η μεγάλη μεγαρική αποικία, που συνέδεσε το πολιτικό-εμπορικό της πεπρωμένο με εκείνο των μη ελληνικών κέντρων της δυτικής Σικελίας. Στη συνέχεια αναλύονται τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά και τυπολογικά-μορφολογικά στοιχεία των αγγείων από τις εξεταζόμενες θέσεις, διανεμημένα σε διαστήματα είκοσι πέντε ετών για τον 6ο και 5ο αιώνα, που αποτελούν τη μεγάλη εποχή της αττικής αγγειογραφίας.

 

 

Maria Agata Vicari, Τα νομίσματα της Ερβεσσού.

 

Η σικελική πόλις της Ερβεσσού ήκμασε μεταξύ του 357. π.Χ. και των χρόνων μετά το 338. π.Χ., όπως καταδεικνύεται από την παραγωγή νομισμάτων, τις μετρολογικές αναλύσεις και ειδικότερα από τις επαναληπτικές κοπές. Η θέσις της πρέπει να εντοπίζεται στη σημερινή Montagna di Marzo, διότι η εύρεση εκεί νομισμάτων πέρα από τις τυπολογικές ομοιότητες, την καθιστά σταυροδρόμι μεταξύ της Γέλας και του Ακράγαντος. Στην πόλιν αποδίδονται επτά σειρές χάλκινων και δύο αργυρών νομισμάτων, ενώ δεν υπάρχουν βεβαιωμένες πληροφορίες για κοπή χρυσών νομισμάτων.

 

 

Elisa Bonacini, Το Θέατρον των Συρακουσών: η Ρωμαϊκή φάσις.

 

Οι φάσεις του ελληνικού θεάτρου των Συρακουσών, που προηγήθηκαν της εποχής του Ιέρωνος, μεταξύ του 238 και 215 π.Χ., παρουσιάζουν ασάφειες στην κατανοήση τους. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή υπέστη συστηματικές τροποποιήσεις· μετασχηματίσθηκε σε τυπικά ρωμαϊκό θεατρικό οικοδόμημα, με τη σκηνή πολυώροφη, πλούσια διακοσμημένη με κίονες, pulpitum στις ημικυκλικές και ορθογώνιες κόγχες, και δύο τάφρους για το aualeum- αρχιτεκτονικά ενωμένη με το κοίλον. Ο πλούσιος χρωματισμός των μαρμάρων εξωράισε το δάπεδο της ορχήστρας. Ένα δακτυλιοειδές περίστυλο και μία στοά σε σχήμα Γ στο ανώτερο κοίλον χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή μάλλον παρά στην Ελληνιστική εποχή. Οι πολυάριθμες φάσεις και οι απώλειες οικοδομικού υλικού που προκλήθηκαν στην πορεία των χρόνων, εξηγούν τις διαφορετικές αποκαταστάσεις που έχουν προταθεί από τους μελετητές για το σκηνικό οικοδόμημα, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 1ου ή στις αρχές του 2ου αιώνος μ. Χ. Ομοφωνία των μελετητών δεν υπάρχει όμως ούτε για το αν το θέατρο χρησιμοποιούνταν, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, για την τέλεση αγωνισμάτων (amphitheatrali ludi). Μεταξύ του 3ου και 4ου αιώνος μ. Χ. το κτήριο προσαρμόστηκε σε «κολυμβήτρα» για ναυμαχίες.

 

 

Ileana Contino,  Το κτήριο του Vallone Bagni στην Κεντουρίπη.

 

Γνωστό στους ταξιδιώτες και τους επιστήμονες των περασμένων αιώνων που το περιέγραψαν, το κτήριο στην περιοχή Vallone Bagni στην Κεντουρίπη είναι με βεβαιότητα το πιο αινιγματικό ρωμαϊκό μνημείο της πόλεως. Παρουσιάζεται ως ένα συγκρότημα αποτελούμενο από 5 ασύμμετρες αψίδες που εκτείνονται σε μήκος μεγαλύτερο από 30 μέτρα και σε ύψος 8 μέτρων. Η λειτουργία της κατασκευής υπήρξε θέμα μακρών συζητήσεων: ορισμένοι (Ignazio Paternò-Castello, principe di Biscari, Ansaldi, Libertini) την ερμήνευσαν ως λουτρό, (λουτρική εγκατάσταση), ενώ άλλοι (Houel, Belvedere, Wilson με μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα) ως ‘Νυμφαίον’. Η σκηνογραφική λειτουργία προς την υποκείμενη κοιλάδα και η σύγκρισις με τα νυμφαία στην πρόσοψη (a facciata) των πόλεων της Μικράς Ασίας φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της τελευταίας υπόθεσης. Χρονολογείται μεταξύ της εποχής της Ιουλίας Κλαυδίας δυναστείας και των μέσων περίπου του 2ου αιώνος μ. Χ.

 

 

Giuseppina Sirena, Η Guglia του Μαρκέλλου: ένα ταφικό μνημείο στην ύπαιθρο των Συρακουσών.

 

Μεταξύ των πολυάριθμων αρχαιολογικών καταλοίπων στην επαρχία των Συρακουσών, μπορεί να θαυμάσει κανείς τα λείψανα ενός μαυσωλείου της Ρωμαϊκής Εποχής, που διατηρήθηκε σχεδόν άθικτο στους αιώνες. Ο τάφος βρισκόταν κοντά στον παλιόν δρόμο που συνέδεε τις Συρακούσες με την Κατάνη, και είναι παρόμοιος με έναν άλλο τάφο στην περιοχή του δήμου των Carlentini.

Τα πλησιέστερα παράλληλα είναι με τον αποκαλούμενο «Τάφο του Θέρωνος» στον Ακράγαντα και με τα Μαυσωλεία της ευρύτερης περιοχής της Τριπόλεως της Λιβύης. Με αυτά τα τελευταία είναι αρκετά πιθανό να καθορισθεί μία ονομαστική σύγκριση. Είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να προσδιοριστεί ποιος έδωσε την εντολή κατασκευής του κτηρίου.

 

 

Concetta Stefania Caputo, Το υδραγωγείον του Κορνηλίου της Ιμέρας.

 

Στο σημερινό χωριό Termini Imerese, στην επαρχία της Πανόρμου (Palermo), εντοπίζονται τα λείψανα ενός σπουδαίου μνημείου της ρωμαϊκής-αυτοκρατορικής περιόδου: του υδραγωγείου Κορνηλίου (Aqua Cornelia), που πήρε το όνομά του από την παρουσία μίας επιγραφής που το σχετίζει με αυτήν την προσωπικότητα. Το νερό που αναβλύζει από την πηγή συγκεντρωνόταν με τη βοήθεια ενός συστήματος που αποτελούνταν από μία δεξαμενή συλλογής και μία μετάγγισης, και κατόπιν διοχετευότων σε έναν αγωγό (specus) που είχε σταθερή κλίση (censura declivitatis), αλλά προκειμένου να διασχίσει τις κοιλάδες χρησιμοποιούσε το σύστημα του σιφώνων. Ανά διαστήματα τοποθετούνταν φρέατα επιθεώρησης και δεξαμενές μεταγγίσεως. Η χρησιμοποιούμενη τεχνική ήταν εκείνη του opus caementicium διακοσμημένη ενώ οι ντόπιες ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους. Οι κεντρικοί αγωγοί ήταν πήλινοι, οι περιφερειακοί (συρίγγια) συχνά στο μόλυβδο. Δεν είχε παραμεληθεί το έργον της αδιαβροχοποιήσεως των αγωγών, που είχε πραγματοποιηθεί με το opus signinum. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά ανάγουν το μνημείο στο 2ο αι. μ.Χ. με χρήση που φτάνει μέχρι το 800.

 

 

Grazia Salvo, Παρατηρήσεις περί της διάδοσεως του Χριστιανισμού στις Συρακούσες στους πρώτους Αιώνες μετά Χριστόν.

 

Η προέλευσις του Χριστιανισμού στην ανατολική Σικελία και στις Συρακούσες ειδικότερα, δεν μπορεί ακόμα σήμερα να καθορισθεί με βεβαιότητα. Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν ότι ο Παύλος, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τη Ρώμη, την άνοιξη του 61 μ. Χ., διέμεινε στις Συρακούσες για τρεις ημέρες. Για ορισμένους μελετητές, η παρουσία του αποστόλου από μόνη της θα πιστοποιούσε ένα σημαντικό γεγονός για τη γέννησιν του χριστιανισμού στην πόλη. Εντούτοις, μέχρι τον 8ο αιώνα δε διαπιστώνεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς κάποια ένδειξη σχετική με την αποστολική καταγωγή της εκκλησίας των Συρακουσών. Φαίνεται πολύ πιο πιθανό, άντ’αυτού, ότι η χριστιανική θρησκεία φθάνει στο νησί ακολουθώντας τις κύριες οδούς του θαλάσσιου εμπορίου μεταξύ της Ανατολής και Δύσης. Οι αρχαιότερες αρχαιολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν την παρουσία του Χριστιανισμού στη Σικελία ανάγονται στις αρχές του 3ου αιώνος και μαρτυρούν πώς ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε αρχικά στις παράκτιες πόλεις της ανατολικής Σικελίας, μεταξύ της Κατάνης και των Συρακουσών. Η κρίσις που άρχισε να υπονομεύει την ενότητα της Αυτοκρατορίας από τον ύστερο 2ο αιώνα και που οδήγησε σε μείωση της επικοινωνίας και των επαφών, φαίνεται πως ευνόησε, στη συνέχεια, τη διαδικασία εγκαθίδρυσης του Χριστιανισμού που, στην πραγματικότητα, χάρη σε μια γνωστοποίηση λιγότερο εκτεταμένη αλλά περισσότερο εντατική, κατάφερε να εξαπλωθεί στην ύπαιθρο ακολουθώντας τις δευτερεύουσες οδούς και τις μικρότερες οδικές αρτηρίες που συνέδεαν τα παράκτια αστικά κέντρα με τις εκτεταμένες ζώνες της αγροτικής ενδοχώρας.

 

 

Maria Domenica Lo Faro, Οι επιγραφές από την νεκρόπολιν της Vigna Cassia στις Συρακούσες. Γενικές σκέψεις.

 

Εν αναμονή της μελέτης που θα ερευνήσει το σύνολο των επιγραφών των Συρακουσών επιγραφών, εξετάζουμε τις επιγραφές που προέρχονται από το συγκρότημα του νεκροταφείου Vigna Cassia των Συρακουσών. Ξεκινώντας από την ανάλυσιν των κειμενικών χαρακτηριστικών των αυτών επιγραφών, ορισμένες επιγραφικές χρήσεις αποδεικνύεται πως μπορούν να παράσχουν χρήσιμα στοιχεία για τη χρονολόγηση του επιγραφικού υλικού που εξετάζεται. Ως προς τη μορφολογική εξέτασιν δεν παρατηρείται ομοιογένεια, αλλά μάλλον μπορούν να εντοπιστούν πυρήνες με περισσότερο αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που χρονολογούνται στα τέλη του 3ου αιώνος, και που μπορούν να αναγνωρισθούν μεταξύ του υλικού που προέρχεται από τη νοτιοανατολική περιοχή του San Diego. Κοντά σε αυτούς, ένα σημαντικό μέρος των επιγραφών φαίνεται να χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνος, λαμβάνοντας υπόψη επίσης την έλλειψη αναφορών στη γεωγραφική προέλευσιν και στην επαγγελματική ιδιότητα του νεκρού, αναφορές που γίνονται συχνοτερες απο το μισό του 4ου αιωνος και εξής. Άλλες επιγραφές, αντιθέτως, παρουσιάζουν «νεωτερικά» χαρακτηριστικά, όπως το σύγχρονο σύστημα υπολογισμού των ημερών του μήνα, που αριθμούνται από το 1 ως το 30, στοιχείο που υποδεικνύει χρονολόγηση στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνος. Πρωιμότερη χρονολόγηση φαίνεται να έχει μία ομάδα επιγραφών, στις οποίες εμφανίζονται συχνά εγκωμιαστικές φράσεις και εκφράσεις στοργής. Τέλος, η ανακάλυψη στον προθάλαμο Π δυο επιγραφών μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρξε φάση επισκευής του στην αρχή του 5ου αιώνος. Πρέπει να σημειωθεί πως η ανάγνωση των ημερολογίων των ανασκαφών του Orsi, που δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί, έχει λύσει οριστικά το πρόβλημα της συνυπάρξεως των ειδωλολατρικών και χριστιανικών στοιχείων στο νεκροταφείο, θέση που υποστηρίζεται από μερικούς ερευνητές. Οι συνθήκες της ανακάλυψης των δύο επιγραφών της κατακόμβης του San Diego βοηθούν στο να συμπεράνουμε πως οι ταφικές πλάκες με την αφιέρωση στους χθόνιους θεούς είναι από υλικό σε δεύτερη χρήση και συνεπώς δεν ανήκουν στο υπό συζήτηση θέμα.

 

 

Tatiana Bommara, Νεώτερα στοιχεία της χριστιανικής αρχαιολογίας στην περιοχή του Priolo Gargallo (Συρακουσών)

 

Η αρχαιολογική χάρτα της παλαιοχριστιανικής Σικελίας εμπλουτίσθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με μία αξιοσημείωτη ποσότητα ανακαλύψεων, που δεν περιορίζονται αποκλειστικά στις αστικές περιοχές. Προπάντων η ενδοχώρα των Συρακουσών, η πιο εκτεταμένη και, εν πολλοίς, η καλύτερα γνωστή, κατέδειξε ότι δεν έχει ακόμα αποκαλύψει το σύνολο του υπόγειου κόσμου της. Αναφερόμαστε, ειδικότερα, στα πολυάριθμα αγροτικά νεκροταφεία, διεσπαρμένα στην ύπαιθρο, μάρτυρες της διείσδυσης, στην περιοχή αυτή, ισχυρών χριστιανικών κοινοτήτων που έδωσαν ζωή σε ένα πυκνό δίκτυο εγκαταστάσεων που κατά κανόνα αναπτύχθηκαν κατά μήκος των οδικών αξόνων της ύστερης αρχαιότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και οι παρατηρήσεις μας για την περιοχή τού Priolo Gargallo, μικρού χωριού του νομού Συρακουσών, που βρίσκεται μεταξύ των ορέων Climiti και των ακτών του Ιονίου. Οι πρόσφατες ανακαλύψεις στη περιοχή, που εμπλούτισαν την έρευνα - χωρίς να επιβεβαιώνουν ακόμη τη θεωρία - του Τρεντίνου αρχαιολόγου Paolo Orsi, δε μας επιτρέπει ακόμα να προσδιορίσουμε ιστορικά ποιο υπήρξε αυτό το κέντρο χριστιανικής ζωής, στο οποίο ανήκουν αυτά τα νεκροταφεία.

 

 

Cristina Pavone, Τα λουτρά και η εκκλησία της Rotonda της Κατάνης.

 

H Rotonda εμφανίζεται ως μια τετράγωνη κατασκευή, στεγασμένη με ένα μεγάλο θόλο. Σε αυτόν εγγράφεται μια εκτεταμένη κυκλική αίθουσα, διαμέτρου μ. 11, με τρεις μεγάλες κόγχες. Το κτήριον, που αρχικά αποτελούσε μέρος ενός μεγάλου συγκροτήματος λουτρών, μετατράπηκε αργότερα σε ναό της Παναγίας της Ροτόντας (Santa Maria della Rotonda). Οι έρευνες, αν και ασυνεχείς, καταδεικνύουν την αρχική λειτουργία της κατασκευής. Κυρίως οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επέτρεψαν τη διερεύνηση του μνημείου και του περιβάλλοντος χώρου. Βάσει της δομικής αναλύσεως του κτηρίου, μπορεί να επιχειρηθεί η ανασύστασις της σύνθετης ιστορίας του. Δεν έχουν βρεθεί ίχνη της ελληνιστικής-ρωμαϊκής φάσης για την οποία μιλά ο Libertini. Ορισμένα τεχνικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι το κτήριο των λουτρών ανήκε στο διάστημα μεταξύ της Μέσης και Ύστερης Αυτοκρατορικής Περιόδου. Στη Μέση Αυτοκρατορική Περίοδο η κατασκευή θα πρέπει να είχε ακόμα τη μορφή frigidarium. Μόνο κατά την Ύστερη Αυτοκρατορική Περίοδο, με την προσθήκη μηχανισμού θέρμανσης με υπόκαυστα, το κτήριο μετατράπηκε σε calidarium. Δυσχερέστερος είναι ο χρονολογικός προσδιορισμός της μετατροπής από λουτρό σε χριστιανικό οικοδόμημα. Σε αυτήν την φάσιν καταστράφηκαν οι δεξαμενές στο εσωτερικό των τριών μεγάλων κογχών, διατηρώντας τα στηθαία και στηρίζοντας επάνω τους το νέο δάπεδο. Η βόρεια κόγχη μετασχηματίσθηκε ριζικά δημιουργώντας ένα πρεσβυτέριο και μια αψίδα. Είναι πιθανό ότι η μετατροπή της Ροτόντας σε χριστιανικό ναό θα πρέπει να συσχετισθεί με τη βυζαντινή αναγέννηση κατά τη Νορμανδική Εποχή. Χωρίς καμιά αμφιβολία, η δημιουργία του σύνθετου κύκλου νωπογραφιών που διακοσμούσαν τους τοίχους της εκκλησίας, από τις οποίες στις μέρες μας σώζονται μικρά τμήματα, χρονολογείται στο 13ο αιώνα, και στην ίδια περίπου εποχή ανάγεται και ο μετασχηματισμός της δυτικής εισόδου σε οξύκόρυφο τόξο.

 

 

Giuseppe Cacciaguerra, Αρχαιολογία των παλαιών μεσαιωνικών αστικών νεκροταφείων των Συρακουσών. Παρούσα  κατάσταση και προοπτικές της έρευνας.

 

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να παρουσιάσει μία έκθεσιν σχετική με τα πρώιμα μεσαιωνικά νεκροταφεία των Συρακουσών, προσπαθώντας να αναδείξει τα νέα στοιχεία από την κριτική μελέτη της βιβλιογραφίας και σκιαγραφώντας, μαζί με τα άλλα στοιχεία από τα νεκροταφεία των πόλεων της νοτιοανατολικής Σικελίας (ακρόπολις Καυκάνας και Noto), μια προκαταρκτική εικόνα των πρώιμων μεσαιωνικών νεκροταφείων στην περιοχή των Υβλαίων. Οι δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της μελέτης, λόγω της διάδοσης των μελετών και των θεωρητικών και μεθοδολογικών ανεπαρκειών της έρευνας των νεκροταφείων, μας κληροδότησαν μια ανεπαρκή και αποσπασματική τεκμηρίωση. Επιχειρείται, παρόλ’αυτά, μία ταξινόμησις των νεκροταφείων (αστικό, προαστικό περιβάλλον και ύπαιθρος) και μία χρονολόγησις της χρήσεως τους, με σκοπό την απόκτησιν πληροφοριών για συγκεκριμένα προβλήματα, όπως είναι η εγκατάστασις των τάφων στην πόλιν ή η επιβίωσις μέχρι το Μεσαίωνα της χρήσης των ταφικών περιοχών της κλασσικής εποχής.

 

 

Cristina Gianino, Η συνεισφορά του Mario Mentesana στη γνωριμία της περιοχής της Augusta.

 

Ο Mario Mentesana (1909-1985), γεννήθηκε στην Ferrara, αλλά τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του διέμεινε στην Augusta, της Σικελίας. Πνεύμα ιδιαίτερα οξύ και κριτικό, ανέκαθεν ενδιαφερόταν για τα προβλήματα που αφορούσαν την ιστορία και προϊστορία της περιοχής της πόλης του κατ’επιλογή. Το άρθρον επιχειρεί να γνωστοποιήσει στους μελετητές τη συμβολή του Mario Mentesana, που περιλαμβάνει πολυάριθμες δημοσιεύσεις και αρχαιολογικές ανακαλύψεις, για τις οποίες διορίστηκε Επίτιμος Επιθεωρητής Μνημείων από το 1965 έως το 1973. Μετά από ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα σκιαγραφούνται οι κύριες ανακαλύψεις (νεολιθική κώμη και τάφος στο Gisira, προϊστορικός οικισμός του Vallone Maccaudo, στρώματα της πρώιμης Παλαιολιθικής στο Monte Amara, νεολιθικός οικισμός Campolato, «ακρόπολις» στις βραχώδεις εξάρσεις του ποταμού Marcellino) και ο εντοπισμός θέσεων (νεκρόπολις Muragliamele, οχυρωμένος οικισμός του Petraro, στρώματα του Πλειστόκαινου στο S. Cusumano, καταφύγιον της Punta Castelluzzo) που στις μέρες μας ακόμα παραμένουν σημαντικά σημεία αναφοράς για τη μελέτη της Σικελικής προϊστορίας. Σημειώνονται επίσης τα κύρια ευρήματα, οι ανασκαφές και οι σημαντικότερες δημοσιεύσεις, ειδικότερα τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο Notiziario Storico di Augusta (από το 1967 έως το 1987) και η μονογραφία Storia di Brucoli (1979). Η συνεισφορά του δικαίως εκτιμήθηκε από τον Luigi Bernabò Brea, τον Luigi Cardini και τον George Vallet.

 



* Μετάφρασις των ελληνικών περιλήψεων: Γεώργιος Μπουρογιάννης.